- νεοσσευσις
- νεόσσευσιςатт. νεόττευσις -εως ἥ витье гнезд, гнездование Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεόσσευσις — και αττ. τ. νεόττευσις, ἡ (Α) [νεοσσεύω] νεοσσεία* … Dictionary of Greek
νεόττευσις — νεόττευσις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεόσσευσις … Dictionary of Greek
νεόττευσιν — νεόσσευσιν , νεόσσευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)